- ῥαγί
- ῥᾱγί , ῥάξgrapefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ράγι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Θυάμιδος του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
καμπάδικος — η, ο 1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός 2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης β) νωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. άδ ικος, πρβλ. κουβαρντ άδ ικος, ραγι άδ ικος] … Dictionary of Greek